θεογενικός

θεογενικός
θεογενικός, -όν (Μ)
αυτός που ανήκει στη μητέρα τού θεού, σ' αυτήν που γέννησε τον θεό («θεογενικαῑς άγκάλαις τον Κτίστην βαστάσασα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + γενικός (< γένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”